- πλάκινος
- -η, -ον, Αο κατασκευασμένος από μαρμάρινες πλάκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ινος(πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλακίνου — πλάκινος made of marble slabs masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίνῳ — πλάκινος made of marble slabs masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek